- μονοατομικός
- και μονατομικός, -ή,-οφυσ.-χημ. όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει ένα αέριο χημικό στοιχείο τα μόρια τού οποίου αποτελούνται από απλά άτομα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monatomic (< μον(ο)-* + ατομικός)].
Dictionary of Greek. 2013.